Η συμμετοχή του Δήμου στη σημερινή εκδήλωση έχει και έναν συμβολισμό.Δηλώνει το ενδιαφέρον μας όχι απλώς για τα προβλήματα της Αθήνας, αλλά και για έναν συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης και αντιμετώπισής τους: με τα εργαλεία που μας προσφέρουν η έρευνα και η επιστήμη. Θέλουμε, και με αυτό τον τρόπο, να ενθαρρύνουμε επιστήμονες και ερευνητές να στραφούν στην πόλη και να συμβάλουν στη βαθύτερη κατανόησή της, απαραίτητη προϋπόθεση για να διαμορφώσουμε λύσεις αποτελεσματικές.
Ως παραγωγός νέας γνώσης, η έρευνα είναι προαπαιτούμενο για τη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών. Η διαχρονική υποτίμηση αυτής της ανάγκης αποτελεί χαρακτηριστική εκδήλωση της κρίσης και, ταυτόχρονα, ένα από τα βασικά αίτιά της. Δεν μπορώ να φανταστώ την έξοδο από την κρίση χωρίς επίμονη και σταθερή επένδυση στη γνώση, την έρευνα, την καινοτομία. Είναι προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση, αλλά και κεντρικό στοιχείο του νέου προτύπου βιώσιμης ανάπτυξης που πρέπει να συγκροτήσουμε.
Όταν, ειδικότερα, αναφερόμαστε σε προβλήματα όπως αυτά που θέτει ο τίτλος της εκδήλωσης -εγκληματικότητα, αστυνόμευση, ανασφάλεια-, η ανάγκη για μια ορθολογική και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση γίνεται ακόμη εντονότερη. Για δύο, τουλάχιστον, λόγους:
Πρώτον, διότι τα προβλήματα αυτά -μαζί με ορισμένα άλλα, όπως η μετανάστευση, η κρίση στέγης και κατοικίας, η χρήση ουσιών και η εξάρτηση- αντιμετωπίζονται συχνά ως ένα όλον. Ως ένα ρευστό, αλλά κατά βάση ενιαίο φαινόμενο, στο πλαίσιο του οποίου συγχέονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους προβλημάτων, αλλοιώνεται η υφή τους και συσκοτίζονται οι τρόποι αντιμετώπισής τους.
Δεύτερον, διότι τα προβλήματα αυτά -από πολλά χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πιο πρόσφατα και στην Ελλάδα- έχουν εξελιχθεί σε κρίσιμα πολιτικά διακυβεύματα. Το αίσθημα ανασφάλειας που τροφοδοτούν, προσφέρει γόνιμο έδαφος για τη διάχυση ακραίων απόψεων και την ανάπτυξη βίαιων πρακτικών, μάρτυρες των οποίων γίνονται, όλο και πιο συχνά, οι γειτονιές της Αθήνας.
Η έρευνα που παρουσιάζει σήμερα η ομάδα της καθηγήτριας Χριστίνας Ζαραφωνίτου, μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το πρόβλημα της ανασφάλειας. Θα σταθώ σε ένα, μόνο, από τα ευρήματά της: Αν και το «αίσθημα ανασφάλειας» μεταξύ των καταστηματαρχών του κέντρου είναι σχεδόν καθολικό, οι «μεγαλύτερες απειλές» που οι ίδιοι επικαλούνται, δεν είναι οι αναμενόμενες με βάση τα στερεότυπα και τις συγχύσεις που προανέφερα.
Πλειοψηφικά, αναφέρονται παράγοντες που δεν συνδέονται με την παραβατικότητα ή τη μετανάστευση. Είναι ιδίως «η οικονομική κρίση», είναι επίσης «ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός» και«οι κρατικές πολιτικές». Σύμφωνα, μάλιστα, με τις προγενέστερες έρευνες του ΕΚΚΕ, στις οποίες θα αναφερθεί η δρ Ιωάννα Τσίγκανου, η επιχειρηματική ανασφάλεια και οι αρνητικές προβλέψεις για το μέλλον των επιχειρήσεων ήταν διάχυτες στο κέντρο ήδη από το 2007. Οι άνθρωποι ένοιωθαν την κρίση πριν από την κρίση!
Σε δύο συμπεράσματα με οδηγούν τα ευρήματα αυτά -συμπεράσματα, τα οποία ενισχύουν την άποψη που από καιρό έχω διαμορφώσει για τα προβλήματα της Αθήνας:
Πρώτον, η παρακμή της εμπορικής δραστηριότητας στο κέντρο εξελίχθηκε σταδιακά και κάτω από την επίδραση παραγόντων που προϋπήρξαν της κρίσης. Συνδέεται με μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην πόλη και τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, με τη μετακίνηση της οικονομικής δραστηριότητας και της κατοικίας, και με την αλλαγή της κοινωνικής και εθνοφυλετικής φυσιογνωμίας του κέντρου. Σ’ αυτό το υπόστρωμα επικάθησαν, τα τελευταία χρόνια, οι δραματικές συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης.
Δεύτερον, το αίσθημα ασφάλειας που τόσο έντονα αποζητούμε, δεν είναι μονοσήμαντο. Συνδέεται με όλες τις παραμέτρους της ζωής του ατόμου και της κοινωνίας. Αντίστοιχα, το αίσθημα ανασφάλειας που τόσο έντονα βιώνεται σε ορισμένες περιοχές της Αθήνας, δεν οφείλεται σε ένα και μόνο αίτιο. Είναι η συνισταμένη πολλών παραγόντων, που αθροίζουν σωρευτικά τις επιπτώσεις τους.
Για να ενισχύσουμε, επομένως, το αίσθημα ασφάλειας, απαιτούνται παρεμβάσεις σε περισσότερα επίπεδα, αλλά με κοινό στόχο: Να κάνουμε ασφαλέστερο τον δημόσιο χώρο, να αναζωογονήσουμε τις υποβαθμισμένες περιοχές, να αποκαταστήσουμε την κοινωνική συνοχή. Με σεβασμό στη νομιμότητα -όπως άλλωστε ζητούν και οι ίδιοι οι ερωτηθέντες-, με εμμονή στην αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πόλη και στις ιδιαίτερες ανάγκες των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού της.
Ήδη, από την προεκλογική περίοδο, είχα υποστηρίξει ότι «ασφαλής πόλη είναι η ζωντανή πόλη». Η εμπειρία αυτού του χρόνου ενισχύει την πεποίθησή μου ότι η προσέγγιση αυτή είναι σωστή. Το αίσθημα ασφάλειας δεν θα αποκατασταθεί, αν, παράλληλα με την καταστολή του εγκλήματος, τη διαμόρφωση -επιτέλους- μιας συνεπούς μεταναστευτικής πολιτικής, τον περιορισμό των φαινομένων εξαθλίωσης, την ανάπτυξη της πρόνοιας και της φροντίδας για τους ασθενέστερους, οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν επιστρέψουν στην πόλη. Αν, ιδίως οι νεότεροι, δεν έρθουν στο κέντρο και στις προβληματικές σήμερα γειτονιές για να περπατήσουν, να ψυχαγωγηθούν, να ψωνίσουν, να κατοικήσουν.
Αξίζει, πιστεύω, να μελετήσουμε και να επεξεργασθούμε περισσότερο την ιδέα αυτή. Αν η συμμετοχή των πολιτών είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ποιότητα ζωής στην πόλη, ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναλάβουν οι ίδιοι και οι συλλογικότητές τους, στην κατεύθυνση αυτή;
Με ποιες μορφές μπορεί να εκφρασθεί το αίσθημα ευθύνης τους για τον δημόσιο χώρο;
Πώς μπορούν να τον κάνουν ασφαλέστερο για τους ίδιους και αφιλόξενο για την παραβατικότητα, τον βανδαλισμό και τη βία;
Έναν χώρο πραγματικά ελεύθερης συνάντησης, επικοινωνίας και δημιουργικής έκφρασης των ανθρώπων.