Άρθρο δημάρχου Αθηναίων κ. Γιώργου Καμίνη στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ του Σαββάτου, για τη Δημόσια Διοίκηση.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, προσκλήθηκα από τον τότε πρωθυπουργό, κ. Γιώργο Παπανδρέου, να μιλήσω, με την ιδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη, στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της νεοπαγούς κυβέρνησής του, που μόλις είχε ορισθεί.
Θέμα της παρέμβασής μου: οι παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης. Ένα από τα δύο πράγματα που είχα τονίσει τότε, ότι οι νέοι υπουργοί έπρεπε να συνεργαστούν με το σώμα της Δημόσιας Διοίκησης και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές του. Να μην παραγκωνίσουν δηλαδή, τις κεντρικές διοικητικές δομές, υποκαθιστώντας τις με πολιτικούς συμβούλους, συνήθεια που για δεκαετίες είχε επικρατήσει με συνέπεια να «ευνουχίσει» τη Δημόσια Διοίκηση. (Για την ιστορία, το δεύτερο θέμα που τότε, μάλλον προφητικά, έθεσα ήταν το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, και πως αυτό μπορεί να σκάσει σαν βόμβα στα χέρια μας).
Από τις αρχές του 2011, με την ιδιότητα του δημάρχου της Αθήνας πλέον, αντιμετωπίζω την πραγματικότητα του μεγαλύτερου δήμου της χώρας, και ενός από τους μεγαλύτερους δημόσιους φορείς, με περίπου 8.000 εργαζόμενους. Με την απόλυτη πεποίθηση ότι Δημόσια Διοίκηση, χωρίς υπαλλήλους, δεν μπορεί να υπάρχει και κυρίως χωρίς υπαλλήλους που πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να νιώθουν χρήσιμοι.
Μειώνοντας κατά το ένα τρίτο τις περιττές και αλληλεπικαλυπτόμενες διευθύνσεις και κάνοντάς τις πιο ευέλικτες και χρήσιμες για το δημότη, και συγχωνεύοντας οργανισμούς (σημειωτέον, χωρίς να μας το ζητήσει τότε καμία τρόικα), επιλέξαμε να συνεργαστούμε, με όλους τους υπηρεσιακούς παράγοντες. Δεν αλλάξαμε τον επικεφαλής σχεδόν καμίας διεύθυνσης. Και πιστέψτε με, δεν βγήκαμε χαμένοι. Διότι εμπεδώθηκε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, μία φιλοσοφία συνέχειας στην υπηρεσία και μια διάθεση για αξιοκρατία, που είναι το μεγάλο ταμπού στη Δημόσια Διοίκηση.
Ταμπού, διότι δεν συνδέεται μόνο με την πρακτική του παρελθόντος, των προσλήψεων από το παράθυρο. Αλλά, διότι συνδέεται με κάτι που πρέπει να υπερασπιστούμε όλοι όσοι βρισκόμαστε στο χώρο της Δημόσιας λειτουργίας: την αξιολόγηση. Η αξιολόγηση είναι το μόνο ασφαλές όχημα ανάδειξης των ικανών στελεχών και στελέχωσης των υπηρεσιών με τα άτομα που έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες.
Υπερασπίζομαι δε, και την προσωπική συνέντευξη, αρκεί βεβαίως αυτή να διεξάγεται δημοσίως, ώστε να την παρακολουθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Τα τυπικά προσόντα αποτυπωμένα σε ένα χαρτί, ποτέ δεν είναι ικανά να αποτυπώσουν τις πραγματικές δυνατότητες ή αδυναμίες ενός ανθρώπου, που θα κληθεί να αναλάβει σημαντικές ευθύνες και αρμοδιότητες. Πολύ περισσότερο αν αυτές σχετίζονται με τις σύγχρονες απαιτήσεις του εκσυγχρονισμού της δημόσιας λειτουργίας, καθώς και της επαφής, συνεργασίας και προσαρμογής με το πολύ σύνθετο και συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο της ελεύθερης αγοράς.
Η αξιολόγηση πρέπει να είναι συνεχής και τακτική. Ο δημόσιος υπάλληλος, όχι μόνο δεν πρέπει να τη φοβάται, αλλά κατά τη γνώμη μου να την επιδιώκει, αφού σε χρονική περίοδο που θα έχει απαλλαγεί από τα φορτία της οικονομικής κρίσης, θα μπορούσε να συνδυαστεί και με την οικονομική του αναβάθμιση. Αρκεί να τον πείσουμε – εν τοις πράγμασι – ότι και εμείς έχουμε απαλλαγεί οριστικά από τα νοσηρά φαινόμενα των πελατειακών πολιτικών σχέσεων και συναλλαγών, που έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την κρίση που βιώνουμε.