Ομιλία δημάρχου Αθηναίων κ. Γιώργου Καμίνη, στο ετήσιο τακτικό συνέδριο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος.
Πολλές και σημαντικές αλλαγές έχουν συντελεστεί, μετά από το τελευταίο συνέδριό μας, πέρσι στην Κομοτηνή: ευρύτερα στη χώρα, αλλά και στην αυτοδιοίκηση ειδικότερα. Αλλαγές για τις οποίες ακούσαμε ήδη ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις, τόσο από το Προεδρείο, όσο και από άλλους ομιλητές. Γεγονός είναι πάντως, ότι παρά τις μεγάλες και ενίοτε δραματικές αλλαγές και ανακατατάξεις που επέφερε η κρίση, κατορθώσαμε όχι απλώς να παραμείνουμε όρθιοι, αλλά να χαράξουμε και να ακολουθήσουμε δυναμικές, νέες, πολιτικές, χάρη στις οποίες αποφύγαμε το τέλμα και την αδράνεια, και έτσι μπορούμε, να μιλάμε ήδη για θετικά, και μάλιστα απτά, αποτελέσματα.
Ήταν μια δύσκολη πορεία, στην οποία ίσως και εμείς να ωριμάσαμε βίαια. Ωστόσο, στη διάρκεια αυτών των ετών, η συμβολή της αυτοδιοίκησης αποδείχθηκε μοναδική και εμπεριστατωμένη. Και ταυτοχρόνως φάνηκε καθαρά, ποιες είναι, αλλά και ποιες θα μπορούσε να ήταν, οι πραγματικές και ιδιαιτέρως αποδοτικές δυνατότητες αλλά και αρμοδιότητες της.
Γιατί η αυτοδιοίκηση, αγαπητοί συνάδελφοι, πρέπει να είναι πραγματικά αυτοδιοίκηση. Κι εδώ τίθεται το σημαντικό ερώτημα, ο κρίσιμος προβληματισμός που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας: τι αυτοδιοίκηση θέλουμε; Με άλλα λόγια – ποιο θέλουμε να είναι το θεσμικό μέλλον της αυτοδιοίκησης;
Μήπως, πλέον, τίθεται, επιτακτικά το αίτημα, για διοίκηση με διαφάνεια κι δημοκρατική συνεργασία; Για εφαρμογή της απλής αναλογικής , ώστε να υπάρξουν συγκλίσεις, να λειτουργήσουν εποικοδομητικά οι συνεργασίες των παρατάξεων, και να έχουμε υψηλή αντιπροσωπευτικότητα; Μήπως είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για να αποσυνδεθεί ο Δήμαρχος από το Δημοτικό Συμβούλιο;
Η προσεχής συνταγματική αναθεώρηση, αγαπητοί συνάδελφοι, παρέχει μια σημαντική ευκαιρία, την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε για να επαναθεμελιώσουμε την αυτοδιοίκηση. Για να κάνουμε όμως τις προτάσεις μας στην πολιτεία, θα πρέπει να έχουμε προηγουμένως αποφασίσει και συμφωνήσει οι ίδιοι, τι αυτοδιοίκηση θέλουμε. Ποιός θα είναι ο νέος, διευρυμένος ρόλος της, οι αρμοδιότητες και οι υποχρεώσεις της, και ποιες οι διακριτές γραμμές με το κεντρικό κράτος, ώστε να μην υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις που μόνο σύγχυση και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις προκαλούν, ευνοώντας – τελικά- τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Πρέπει επίσης να ορίσουμε εκ νέου, τι πόρους χρειάζεται, από πού, και τι προσωπικό. Πώς θα διαχειρίζεται τα οικονομικά της, και πότε θα ασκεί κανονιστική αρμοδιότητα.
Κρίσιμο και κομβικό σημείο αυτής της προσπάθειας θεωρώ ότι αποτελεί η συνταγματική κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας της αυτοδιοίκησης. Με εξασφάλιση της απόδοσης των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, αλλά κυρίως με ένα σύγχρονο, νέο οικονομικό πλαίσιο ανταποδοτικών τελών που θα επεκτείνεται σε όλους τους τομείς αρμοδιοτήτων και δεν θα περιορίζεται στην καθαριότητα και τον ηλεκτροφωτισμό. Στους κρίσιμους καιρούς που ζούμε, με την μεταβολή ή και ανατροπή πολλών οικονομικών αλλά και κοινωνικών συντεταγμένων, γίνεται σαφές ότι ο Δήμος πρέπει να γίνει αυτοδύναμος οικονομικά και να είναι υπόλογος της διαχείρισης των οικονομικών του στους πολίτες, μέσω δημοσίευσης απολογιστικών δεικτών αποδοτικότητας για κάθε παρεχόμενη υπηρεσία.
Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη να γνωρίζει που δαπανάται κάθε ευρώ που δίνει. Και είναι πρώτιστη υποχρέωση των δημοτικών αρχόντων να λογοδοτούμε τι κάνουμε με τα χρήματα αυτά.
[Σκέφτομαι ένα παράδειγμα: δεν είναι κοινή απαίτηση η ύπαρξη Παιδικών Σταθμών με σύγχρονες υποδομές, πλήρες ωράριο και σχολικό λεωφορείο; Τι κάνουμε γι αυτό; Δεν περιμένουμε παθητικά τη συνδρομή του κράτους με τον γνωστό, απροσδιόριστο τρόπο εκπλήρωσης των οικονομικών του υποχρεώσεων; Δεν θα ήταν προτιμότερο – και για εμένα αυτό ένα κεντρικό ερώτημα – εκτός από τη θεσμοθέτηση των Κ.Α.Π. να μπορεί κάθε δήμος να ορίζει πηγές εσόδων, τα οποία να διαθέτει, στη συνέχεια, κατά βούληση και κοινωνική αναγκαιότητα - για παράδειγμα στις κοινωνικές δομές;]
Η επίτευξη όμως όλων αυτών των στόχων, με οδηγεί στο επόμενο μείζον και επείγον θέμα, στο οποίο θέλω να εστιάσω : στην απόλυτη ανάγκη απλοποίησης και εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου. Θα πρέπει να είναι απαίτηση όλων μας, αγαπητοί συνάδελφοι, το δαιδαλώδες και απαράδεκτο νομικό πλαίσιο των λειτουργιών των δήμων να αλλάξει άμεσα. Από τον τρόπο διεξαγωγής των προμηθειών (ο ΕΚΠΟΤΑ έκλεισε ήδη 22 χρόνια ζωής) μέχρι την ευελιξία μετακίνησης προσωπικού μεταξύ του δήμου και των νομικών του προσώπων, και από τον τρόπο συνεργασίας με την κοινωνία των πολιτών μέχρι τη δυνατότητα του δήμου να προχωρά σε κανονιστικές πράξεις.
«Απλοποιείστε τις διαδικασίες – Λύστε μας τα χέρια», αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουμε στην κυβέρνηση. Και το συγκεκριμένο αίτημα μας, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, είναι να συστήσει, άμεσα, ομάδες έργου που θα αναλάβουν να συντάξουν εκ του μηδενός ένα νομοθετικό πλαίσιο προσαρμοσμένο στις σύγχρονες συνθήκες, και με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία. Γιατί, στη σημερινή συγκυρία, δεν είναι δυνατόν, κύριε Υπουργέ, να υπάρχουν άλλοι νόμοι για προμήθειες, άλλοι για έργα, άλλοι για επισκευές οχημάτων, άλλοι για απευθείας αναθέσεις, να απαιτούνται δεκάδες υπογραφές, ενώ επίτροποι και ελεγκτικό συνέδριο να δημιουργούν, σχεδόν καθημερινά, νέα νομολογία. Για να μην αναφέρω και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις της ενιαίας αρχής προμηθειών, εξαιτίας των οποίων κρίσιμες λειτουργίες του δήμου οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Το αποτέλεσμα; Το αντίθετο – τις περισσότερες φορές – του επιδιωκομένου. Το δημοτικό έργο δεν προωθείται, οι τιμές των διαγωνισμών είναι υπέρογκες, και κυρίως, οι δαιδαλώδεις διαδικασίες και η απίστευτη γραφειοκρατία ευνοούν τελικά τις αδιαφανείς διαδικασίες και φυσικά τη διαφθορά. Για να φέρω ένα παράδειγμα, για να ολοκληρωθεί ένας πρόχειρος διαγωνισμός χρειάζεται μια πληθώρα υπογραφών και χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Πώς περιμένουμε μετά να προχωρήσει το δημοτικό έργο; Πώς μιλάμε για κινητικότητα στο δημόσιο, όταν με νομοθετήματα των δύο τελευταίων ετών, για μία και μόνον μετάταξη υπαλλήλου από ένα ΝΠΔΔ στον Δήμο, απαιτούνται, περίπου 150 υπογραφές - μεταξύ των οποίων και τριών Υπουργών – και διάστημα τουλάχιστον εννιά μηνών για να ολοκληρωθεί. Επείγει μια οργανωτική αναδιάρθρωση λειτουργίας. Η εφαρμογή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η αποκέντρωση υπηρεσιών, η πραγματοποίηση συναλλαγών χωρίς επαφή του πολίτη με τον υπάλληλο που χειρίζεται την υπόθεση. Όπως, επίσης, επείγει η αναβάθμιση και εξειδίκευση του προσωπικού.
Γιατί είναι ουτοπικό να μιλάμε για ανάπτυξη χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη την ποιότητα και την ηλικιακή πυραμίδα του προσωπικού των δήμων, χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα μερικής, έστω, ανανέωσης του προσωπικού αυτού. Κυρίως τώρα, περισσότερο από ποτέ. Τώρα που μπροστά μας βρίσκεται η μεγάλη ευκαιρία της αυτοδιοίκησης, ενόψει της νέας προγραμματικής περιόδου 2014- 2020, καθώς, για πρώτη φορά, θα κληθούν οι Δήμοι να διαχειριστούν άμεσα ευρωπαϊκούς πόρους. Θα χρειαστούμε εδώ την εφαρμογή διαχειριστικών προτύπων για την απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων.
Είναι όμως μια προοπτική με τεράστιες δυνατότητες, που συγκαταλέγεται στις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Της νέας εποχής. Της εποχής μετά το Μνημόνιο, που θα σημάνει αλλαγή πολιτικών συντεταγμένων, τόσο για το κράτος όσο και για την αυτοδιοίκηση, και θα επιζητά όχι μόνον αναζήτηση νέων τρόπων χρηματοδότησης, αλλά ένα νέο, σύγχρονο νομικό πλαίσιο, που θα αναδείξει τη δυναμική και το ευρύ τόξο αποτελεσματικής παρέμβασης και αποδοτικής πολιτικής της αυτοδιοίκησης. Γιατί η ώρα της ενηλικίωσης και του απογαλακτισμού από το κράτος, ήρθε, αγαπητοί συνάδελφοι. Το ζητούμενο είναι να μην μας προσπεράσει.
Φυσικά τα σοβαρά προβλήματα παραμένουν. Ωστόσο, τώρα, διαθέτουμε ορισμένα σημαντικά, πολιτικά και κοινωνικά μέσα αντιμετώπισης. Είναι το θετικό κεφάλαιο που μας έδωσε η εμπειρία, ο προσεκτικός σχεδιασμός, αλλά και η εξωστρέφεια. Να επενδύσουμε σε αυτά: στην καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική επιχειρηματικότητα, στον τουρισμό και στην ανάπτυξη, για να αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα της ανεργίας, για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και να αναχαιτίσουμε το κύμα φυγής των νέων από τους δήμους της χώρας. Παράλληλα, ας παραμείνουμε αταλάντευτα επικεντρωμένοι στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και σε συνεργασία με την Κοινωνία των πολιτών αλλά και τις ομάδες των εθελοντών. Πρέπει, επίσης, να αντιταχθούμε σθεναρά στις φωνές μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας και ρατσισμού με σταθερή προσήλωση στις δημοκρατικές μας αρχές.
Λένε, αγαπητοί συνάδελφοι, ότι το μέλλον ανήκει στις Πόλεις. Στις πόλεις και τις αρχές τους, στην αυτοδιοίκηση που μπορεί να συνομιλεί με το διεθνές περιβάλλον και με τις προκλήσεις των καιρών. Από πλευράς της η αυτοδιοίκηση, έδειξε , στα χρόνια της κρίσης, ότι μπορεί να αναπληρώνει εκτός από το να λειτουργεί συμπληρωματικά και αυτόνομα, τις βασικές δομές της κεντρικής εξουσίας. Για να συντονίσουμε, όμως, όλοι το βηματισμό μας με τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές της νέας εποχής, και για να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες, θα πρέπει τώρα και το κράτος να αναγνωρίσει, ότι ήρθε η ώρα των δομικών αλλαγών: Εφαρμογή απλής αναλογικής, οικονομική αυτοδυναμία των δήμων και – οπωσδήποτε - εκσυγχρονισμός και απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου. Μπορούμε να συμφωνήσουμε, καταρχήν, ότι αυτή είναι η νέα αυτοδιοίκηση που θέλουμε;