Παρέμβαση του δημάρχου Αθηναίων κ. Γιώργου Καμίνη για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ομιλία στο συνέδριο του ιδρύματος της Βουλής.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, μια αποτίμηση 40 χρόνια μετά
Η φοιτητική μου ταυτότητα φέρει ημερομηνία έκδοσης 17 Νοεμβρίου 1973. Είμαι κατεξοχήν παιδί της Μεταπολίτευσης. Ήμουν αρκετά ώριμος για να καταλάβω το τί συνέβαινε γύρω μου.... Ως πρωτοετής φοιτητής έζησα το Πολυτεχνείο, την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, την τελευταία και σκληρότερη φάση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, την ανατροπή του Μακάριου, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τη σταδιακή επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, την κατάργηση της μοναρχίας. ΄Ημουν όμως και αρκετά νέος, ώστε να βιώσω άμεσα και την ανατρεπτική ατμόσφαιρα της εποχής : Τις ογκώδεις διαδηλώσεις, τις ατέρμονες φοιτητικές συνελεύσεις στα αμφιθέατρα, τις μαζικές λαϊκές συναυλίες στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, τη λεγόμενη αποχουντοποίηση, τον κυριαρχούντα αντιαμερικανισμό. Ένας πανταχού παρών πολιτικός ριζοσπαστισμός με αιχμή το φοιτητικό κίνημα της εποχής.
Εδώ όμως εντοπίζεται μια πρώτη θεμελιώδης αντίφαση της Μεταπολίτευσης: Ο πολιτικός (και τονίζω το «πολιτικός», γιατί στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω) ριζοσπαστισμός της κοινωνίας εκδηλώνεται αμέσως στους κόλπους ενός μεταβατικού καθεστώτος που βαδίζει μεν σταδιακά προς την πλήρη αποκατάσταση της δημοκρατίας, οφείλει όμως τη γέννησή του σε μια διαδικασία συμβιβασμού με τις δυνάμεις της δικτατορίας. Γιατί η δικτατορία δεν ανετράπη, παρέδωσε την εξουσία. Πρόκειται μάλιστα για μια παράδοση της εξουσίας που περιβάλλεται από έντονα φορτισμένες εικονικές παραστάσεις και ισχυρούς συμβολισμούς. Μια από τις πιο δυνατές εικόνες της νεότερης ιστορίας μας είναι αυτή όπου βλέπουμε τον Κ. Καραμανλή να διορίζεται πρωθυπουργός, ορκιζόμενος στο Σύνταγμα της δικτατορίας, ενώπιον του αρχιεπισκόπου της χούντας Σεραφείμ και υπό το βλοσυρό βλέμμα του Φ. Γκιζίκη, τελευταίου προέδρου του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Πιο πίσω διακρίνεται ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο αποκληθείς και «γεφυροποιός», ο αρχιτέκτονας του συμβιβασμού.
Βέβαια, η δικτατορία δεν είχε και άλλη λογική διέξοδο, αφού η τουρκική εισβολή στην Κύπρο της είχε αφαιρέσει και τα τελευταία ερείσματα που της είχαν απομείνει. Παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι πρόκειται για παράδοση και όχι για ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος. Η αντίθεση με τις παράλληλες εξελίξεις σε μιαν άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου ήταν οφθαλμοφανής. Μόλις τρείς μήνες πριν, τον Απρίλιο του ιδίου έτους, είχε ξεσπάσει η «Επανάσταση των γαριφάλων» στην Πορτογαλία. Εκεί είχαμε μια πραγματική ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος.
Στην Ελλάδα, οι αδιάλλακτοι του Κέντρου και της Αριστεράς στην αρχή μίλησαν για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς», γρήγορα άρχισαν όμως και αυτοί να συνειδητοποιούν ότι η απόσυρση της χούντας, η έλευση του Καραμανλή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ κ.α. ήταν γεγονότα που άνοιγαν μια πρωτοφανή για τη χώρα δημοκρατική δυναμική.
Η διαλεκτική των πολιτικών συμβολισμών συνεχίστηκε στο προνομιακό της πεδίο, στους συνταγματικούς θεσμούς. Λίγες μόλις ημέρες αφού ορκίστηκε πίστη στο δικτατορικό Σύνταγμα ο Καραμανλής, η κυβέρνηση που σχημάτισε με τη συμμετοχή κεντρογενών πολιτικών δυνάμεων επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, χωρίς όμως τις σχετικές με τη μορφή του Πολιτεύματος διατάξεις. Στη συνέχεια, η Μοναρχία καταργήθηκε πανηγυρικά με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974, αφού προηγουμένως είχαν διεξαχθεί οι βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου που έδωσαν μια πρωτοφανή πλειοψηφία στο κόμμα που ίδρυσε ο Καραμανλής. Προκειμένου να διαφυλάξει την εκλογική ενότητα του κόμματός του ο Καραμανλής, σοφά πράττων, προέταξε τις βουλευτικές εκλογές του πολιτειακού δημοψηφίσματος. Ο ίδιος δεν πήρε δημοσίως θέση, ήταν όμως κοινό μυστικό ότι δεν ήθελε τη μοναρχία.
Το έτος 1975 μπήκε με έναν Καραμανλή θριαμβευτή στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. ‘Ηταν αυτός που διασφάλισε την αναίμακτη μετάβαση στη δημοκρατία, την αδιαμφισβήτητη επίλυση του πολιτειακού, τον ενταφιασμό του εμφυλίου πολέμου, μέσα από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, καθώς και τον εκλογικό θρίαμβο του κόμματος που ίδρυσε, της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό που απέμενε ήταν το νέο δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας.
Εδώ όμως ο Κ. Καραμανλής διέπραξε ένα τεράστιο σφάλμα. Επιβάλλοντας, με την άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διέθετε, έναν προεδρικό θεσμό εξοπλισμένο με τις λεγόμενες «υπερεξουσίες», ερέθισε στον υπέρτατο βαθμό τα αντιδεξιά αντανακλαστικά της μειοψηφίας. Ο θεσμός του ΠτΔ, έτσι όπως καθιερώθηκε στο Σύνταγμα του 1975, δημιούργησε ένα συνταγματικό πρόβλημα εκ του μη όντος. Γιατί η χώρα είχε προχωρήσει δεν θα λύναμε τα προβλήματα της ελληνικής δημοκρατίας αναβιώνοντας θεωρίες του 19ου αιώνα περί της εξουσίας του αρχηγού του κράτους ως «εξουσίας μετριαστικής», το περίφημο pouvoir moderateur του Benjamin Constant. Δόθηκε έτσι στην αντιπολίτευση η δυνατότητα να εμφανίσει τον νεοσύστατο προεδρικό θεσμό ως την αναβίωση μιας μοναρχίας χωρίς στέμμα. Εφεξής, για μια ολόκληρη δεκαετία, έως δηλαδή τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985-86, το πολιτικό καθεστώς της χώρας εμφανίζεται, από τις αντιπολιτευόμενες τον Καραμανλή δημοκρατικές δυνάμεις, σαν ένας κολοβός κοινοβουλευτισμός, για την ακρίβεια σαν ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς που τελούσε διαρκώς υπό τη διαλυτική αίρεση ότι ο ΠτΔ θα αποφάσιζε κάποια μέρα να ασκήσει τις «υπερεξουσίες» του εναντίον της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το σενάριο συνταγματικού δικαίου που κυριαρχούσε στα αμφιθέατρα των νομικών σχολών ήταν ότι το Σύνταγμα άνοιγε τον δρόμο για την επανάληψη των αντικοινοβουλευτικών χειρισμών του Στέμματος που προκάλεσαν το 1915 τον Εθνικό Διχασμό και 50 χρόνια αργότερα, το 1965, την κρίση των Ιουλιανών που προλείανε το έδαφος για τη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Αυτή η συλλογική φαντασίωση βρήκε την πανηγυρική της ολοκλήρωση σε μια συνταγματική φαντασμαγορία, στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985, με την οποία καταργήθηκαν οι λεγόμενες υπερεξουσίες. Η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986 υπήρξε η μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τη ριζική αναμόρφωση των πολιτικών μας θεσμών. Η αναθεώρηση περιορίστηκε στις συνταγματικές διατάξεις που ρύθμιζαν τις εξουσίες του Αρχηγού του Κράτους, χωρίς να αγγίξει κανένα άλλο σοβαρό θέμα. Το βασικό έλλειμμα της αναθεώρησης δεν είναι ότι κατάργησε εξουσίες που ουδέποτε είχαν ασκηθεί, αλλά ότι λόγω της περιορισμένης έκτασής της υπήρξε ένας αναχρονισμός, καθώς περιορίστηκε στο να απαντήσει σε ένα παρωχημένο ερώτημα, στο πρόβλημα των εξουσιών του Αρχηγού του κράτους, που άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία ήδη από τον 19ο αιώνα.
Τα πραγματικά όμως προβλήματα της δημοκρατίας μας, αυτά δηλαδή που απέφυγε επιμελώς να αγγίξει η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-86, βγήκαν με πάταγο στην επιφάνεια μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πολιτική κρίσης που ξέσπασε με το «σκάνδαλο Κοσκωτά». Η υπόθεση αυτή ανέδειξε δύο βασικά προβλήματα : πρώτον, την αθέμιτη πολιτική επιρροή που ασκούν κάποια μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που τους ανήκουν, προκειμένου να αποκτούν ευνοϊκή μεταχείριση από την πολιτική εξουσία, κυρίως προνομιακή πρόσβαση στις μεγάλες κρατικές προμήθειες και στα δημόσια έργα. Καθώς στην υπόθεση Κοσκωτά είχαν εμπλακεί και υπουργοί, αναδείχτηκε και το άλλο μεγάλο πρόβλημα : η στρεβλή συνταγματική διαδικασία, βάσει της οποίας αναζητούνται οι ευθύνες υπουργών που φέρονται να έχουν τελέσει ποινικά αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η διαδικασία, έτσι όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 86 του Σ., ακόμη και σήμερα, δηλαδή μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2008, προβλέπει τη Βουλή ως κατηγορούσα αρχή. Η υπόθεση Κοσκωτά απέδειξε ότι η εμπλοκή της Βουλής πολιτικοποιεί στο έπακρο υποθέσεις που θα έπρεπε να αφεθούν απολύτως στη δικαστική εξουσία. Αλλά και πέραν του ζητήματος της ευθύνης των υπουργών, η εν γένει εμπλοκή της πολιτικής στα εσωτερικά της δικαιοσύνης κατοχυρώνεται και στο άρθρο 91 Σ. που δυστυχώς αφήνει στην Κυβέρνηση την επιλογή της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας.
Εάν στα πιο πάνω προσθέσουμε και τις περί ασυλίας των βουλευτών διατάξεις, των οποίων η εφαρμογή έχει δικαιολογημένα προκαλέσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι στο πεδίο της ποινικής ευθύνης οι βουλευτές απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης, έχουμε μια πρώτη δέσμη διατάξεων που πρέπει να αποτελέσουν τον βασικό κορμό της επόμενης αναθεώρησης, όποτε και αν γίνει αυτή.
Επειδή το ζητούμενο σήμερα είναι να τονωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στην πολιτική τάξη ή μάλλον απέναντι στην πολιτική και τους δημοκρατικούς θεσμούς εν γένει, η επόμενη αναθεώρηση πρέπει να διασφαλίσει δύο τινά : Καταρχάς να μην χρησιμοποιηθεί η ίδια η διαδικασία της αναθεώρησης σαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και μάλιστα σαν όπλο εκλογικής επικράτησης. Για λόγους ευνόητους, η αναθεώρηση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο συναινετική, συγχρόνως όμως και ριζικοσπαστική στην ουσία της.
Η αναθεώρηση πρέπει να εκπέμψει ένα σαφές και ευδιάκριτο μήνυμα ότι η πολιτική τάξη της χώρας έχει την πρόθεση να εξυγιάνει το πολιτικό σύστημα εκ θεμελίων. Το εγχείρημα θα είναι πειστικό, εάν η αναθεώρηση περιοριστεί στα ουσιώδη που αναφέραμε : Απαλλαγή της πολιτικής από την αθέμιτη επιρροή μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και κατάργηση εκείνων των συνταγματικών ρυθμίσεων που αδικαιολόγητα δημιουργούν ειδικό καθεστώς ποινικής μεταχείρισης των πολιτικών. Κατάργηση επίσης της δυνατότητας της κυβέρνησης να διορίζει την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας και να επεμβαίνει έτσι εμμέσως στην απονομή της δικαιοσύνης.
Πριν από λίγες ημέρες η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι η κυβερνητική πλειοψηφία θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης. Ούτε ο χρόνος ούτε το πολιτικό κλίμα προσφέρονται για μια μακράς διάρκειας επιλογή και επεξεργασία των αναθεωρητέων διατάξεων. Αυτός είναι ένα επιπλέον λόγος που επιβάλλει, ειδικά σήμερα, η αναθεώρηση να είναι μικρής έκτασης και συναινετική. Γι’ αυτό και πρέπει να περιοριστεί στα ουσιώδη και ώριμα προς αλλαγή, δηλαδή σε αυτά που θα συγκεντρώσουν και την αμέριστη συμπαράσταση της κοινής γνώμης. Περιορίζομαι στα της αναθεώρησης, χωρίς να υπεισέλθω σε κρίσιμα ζητήματα που μπορούν όμως να αλλάξουν με κοινό νόμο, όπως αυτό του εκλογικού συστήματος, το οποίο επίσης πρέπει να μεταβληθεί ριζικά, με την κατάργηση των τεράστιων εκλογικών περιφερειών των μεγάλων αστικών κέντρων, όπου επίσης ευνοείται η εξάρτηση της πολιτικής τάξης από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Επιτρέψτε μου συμπερασματικά να συνοψίσω κάποια πράγματα : Η μετάβαση στη δημοκρατία υπήρξε ένα επιτυχημένο εγχείρημα συμβιβαστικής πολιτικής. Ο συμβιβασμός, δυστυχώς το γνωρίζουμε, είναι μια λέξη που ηχεί ακόμη άσχημα στα αυτιά των ελλήνων. ‘Ομως αυτός ο συμβιβαστικός, δηλαδή ο συναινετικός χαρακτήρας της μεταπολίτευσης διασφάλισε τον ειρηνικό και αναίμακτο χαρακτήρα της. Η λανθασμένη επιλογή όμως ήταν το μοντέλο του προέδρου της δημοκρατίας που κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα του 1975, καθώς ευνόησε την ακριβώς αντίθετη κατάσταση, την αντανακλαστική αναβίωση διχαστικών φαινομένων. Δυστυχώς, οι διαδοχικές συνταγματικές αναθεωρήσεις στη συνέχεια υπήρξαν είτε άτολμες είτε άστοχες, καθώς δεν τόλμησαν να αγγίξουν τα κρίσιμα συνταγματικά προβλήματα που συμπυκνώνουν ακόμη και σήμερα τη βαθιά κρίση που μαστίζει το πολιτικό μας σύστημα.
Συνοψίζοντας , θα έλεγα ότι φέρει μεγάλη ευθύνη ο Κ. Καραμανλής Από την άλλη πλευρά όμως και η δημοκρατική αντιπολίτευση, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, άδραξαν την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε, προκειμένου να καθηλώσουν τη συνταγματική αναθεώρηση στο παρελθόν, σκιαμαχώντας με τα σκιάχτρα του Εθνικού Διχασμού και του Ανένδοτου.
Έτσι λοιπόν, η κυρίαρχη ανάγνωση της μεταπολίτευσης εκ μέρους του πιο δυναμικού τμήματος της δημοκρατικής αντιπολίτευσης αρχίζει μεν κατά τρόπο απλοϊκό ως μια «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» συνοψίζεται όμως τελικά σε μια τρόπον τινά παλινόρθωση του προδικτατορικού μπλοκ των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων. Παλινόρθωση του συντηρητισμού, αλλά με αναδιατεταγμένες τις συνιστώσες του, δηλαδή χωρίς τον μονάρχη και με τις ένοπλες δυνάμεις στους στρατώνες. Πρόκειται όμως και πάλι για μια δημοκρατία υπό επιτήρηση, με τοποτηρητή αυτή τη φορά τον μη εστεμμένο μονάρχη, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τοποτηρητή βεβαίως των μεγάλων συμφερόντων ή ακόμη και των «ξένων», χωρίς αυτό το τελευταίο να ομολογείται πάντοτε ανοιχτά.