Οκτώβρης 1967. Δευτέρα γυμνασίου. Με την έναρξη του νέου σχολικού έτους σκάει μύτη στο αριστοκρατικό σχολείο μας ένας νέος μαθητής.
Ψηλός, κάπως ξερακιανός, φορούσε μαύρα κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας, με αυτούς τους φριχτούς σκουρόχρωμους φακούς που εκείνη την εποχή ήταν στη μόδα. Ο τύπος πάντως ήταν επιδέξιος μπαλαδόρος και γρήγορα φάνηκε ότι θα εξελισσόταν και σε καλό μαθητή. Όχι άριστο, αλλά καλό. Αυτό του αρκούσε. Γιατί ο Βασίλης δεν κυνήγησε ποτέ την αριστεία. Όχι γιατί δεν μπορούσε, ούτε γιατί την περιφρονούσε. Απλά, δεν τον ενδιέφερε.
Ο καινουργιοφερμένος είχε πάντως, ήδη από τότε, ένα πολύ προσωπικό χαρακτηριστικό που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Στους ανεπιτήδευτους τρόπους του, στο παλιομοδίτικο κι ατημέλητο ντύσιμό του, στο εν γένει ύφος του διέκρινες μια πηγαία λαϊκότητα, που συνυπήρχε όμως με μια ξεχωριστή πνευματική καλλιέργεια. Λαϊκός και διανοούμενος συνάμα, χωρίς κανένα από τα δύο χαρακτηριστικά να επιβάλλεται στο άλλο. Για τα δεδομένα του Κολλεγίου της εποχής εκείνης, ο συνδυασμός αυτός ήταν κάτι πρωτόγνωρο, σχεδόν αιρετικό. ‘Όχι όμως προκλητικό. Ακόμη και οι πιο σνομπ συμμαθητές μας τον αγάπησαν αυτόν τον τύπο, που κυκλοφορούσε με αφοπλιστική φυσικότητα στους διαδρόμους του Κολλεγίου Αθηνών μπεγλερίζοντας το κομπολόι του. Ακόμη και αυτοί, οι κάπως στενόκαρδοι άνθρωποι, τον αγάπησαν, γιατί διέγνωσαν, με το αλάνθαστο κριτήριο που προικίζει κάθε παιδί ο καθημερινός συγχρωτισμός με τα άλλα παιδιά, ότι ο Βασίλης, αυτή η ανθρώπινη φιγούρα, η απολύτως ξένη για τα γούστα τους, ήταν συγχρόνως και απολύτως αυθεντική.
Μετά από κάποια ηλικία όμως, η αυθεντικότητα δεν αρκεί για να κερδίσεις την αγάπη των ανθρώπων.
Υποστηρίζουν πολλοί πώς αγάπη θερίζεις, αφού προηγουμένως έχεις σπείρει αγάπη. Αυτή όμως είναι μια αλήθεια απλοϊκή. Αναρωτιέμαι λοιπόν : πώς κέρδιζε ο Βασίλης τόσο γρήγορα και άκοπα, τις καρδιές των ανθρώπων;
Νομίζω λοιπόν πως οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, γιατί ένοιωθαν βαθιά μέσα τους πως τους καταλάβαινε, πως τους κατανοούσε. Έχοντας ο ίδιος διαμορφώσει από πολύ νωρίς μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ο Βασίλης διαπνεόταν από μια επιείκεια απέναντι στους άλλους. Δεν εννοώ ότι ήταν συγκαταβατικός. Κάθε άλλο! Μιλώ για μια επιείκεια ώριμη, που απέρρεε από μια βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης. Γνώση ενστικτώδη στην αρχή που τη δούλεψε όμως μέσα στον χρόνο. Τον κάθε ένα που ερχόταν σε επαφή μαζί του, τον τύλιγε μια αδιόρατη αύρα, που ο Βασίλης την εξέπεμπε. Το ένοιωθαν αυτό αμέσως οι άνθρωποι που τον γνώριζαν. Τους περιέβαλλε με μιαν ανθρώπινη ζεστασιά, χωρίς περιττές διαχυτικότητες. Διανθισμένη όμως με ένα απολύτως προσωπικό χιούμορ, που βοηθούσε τον ίδιο να κρατά τις απαραίτητες αποστάσεις μέσα στην καθημερινή τριβή του ανθρώπινου δούναι και λαβείν.
Ο Βασίλης αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και ερμηνεία του εγκληματικού φαινομένου. Για το έργο του θα μιλήσουν άλλοι. Εγώ περιορίζομαι να πω ότι το αίσθημα επιείκειας, στο οποίο αναφέρθηκα, είχε ζυμωθεί μέσα του, με μια εξίσου βαθιά γνώση στα πεδία της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. Με την ώριμη ματιά του, κατάφερε να κατανοήσει όσο λίγοι το εγκληματικό φαινόμενο, αυτήν την οριακή όψη της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Βασίλης υπήρξε όμως και δάσκαλος. Δάσκαλος, με όλη τη σημασία της λέξης, καθώς έβγαλε πολλούς και άξιους μαθητές που συνεχίζουν σήμερα το έργο του με το ίδιο αίσθημα ευθύνης που χαρακτήριζε τον ίδιο.
Στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο δεν μπορείς να κρυφτείς. Σε παρατηρούν επίμονα οι νέοι, η ματιά τους σε ζυγίζει από ψηλά, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Καθημερινά οι φοιτητές εξετάζουν τον εξεταστή τους και τον συγκρίνουν με τους άλλους δασκάλους τους. Κρίση βουβή κι αμείλικτη. Ο Βασίλης κατάφερε όμως να κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό τους. Το ίδιο συνέβη και με ένα άλλο, εξόχως απαιτητικό κοινό. Εννοώ τους πολίτες που προσέφυγαν στον Συνήγορο του Πολίτη, στα έξι χρόνια που ο ίδιος υπηρέτησε την Ανεξάρτητη Αρχή κατέχοντας θέσεις ευθύνης.
Από όπου κι αν πέρασε ο άνθρωπος που αποχαιρετούμε σήμερα, κέρδιζε όχι μόνο τις καρδιές των άλλων, αλλά και τον σεβασμό τους. Το τελευταίο δεν σου το εξασφαλίζει κανενός είδους γοητεία, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Τον Βασίλη τον περιέβαλλε μια γενναιόδωρη αύρα που το άγγιγμά της το νοιώσαμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε. Ο Βασίλης ήταν ένα μεγάλο και περήφανο πουλί, που μας μάζευε κάτω από τη στοργική φτερούγα του, χωρίς να ρωτά το πώς και το γιατί.
Βάσα μου, σε λίγες ώρες θ’αρχίσει να πέφτει το σούρουπο. Κι αύριο θα ξημερώσει μιαν άλλη, καινούργια μέρα. Όλοι εμείς εδώ που σ’αγαπήσαμε και σ’αγαπάμε, θα κινήσουμε να πάμε στις δουλειές μας. Θα αρχίσει ο καθένας μας ανεπαίσθητα να εξοικειώνεται με μια καθημερινότητα, από την οποία εσύ θα απουσιάζεις. Έτσι θα μάθουμε σιγά-σιγά να ζούμε μια ζωή χωρίς εσένα. Όχι όμως οι αδερφές σου, τα παιδιά σου, η Νίκη, η Νότα. Τον δικό τους πόνο, ο χρόνος θα αργήσει πολύ να τον απαλύνει.
Αναρωτιέμαι όμως, τί άραγε θα απομείνει από όλα αυτά που ζήσαμε μαζί; Θα τα σκεπάσει όλα η στάχτη της λήθης; Θα χαθούν κι αυτά μαζί μας;
Όχι Βάσα μου, γιατί ο κάθε ένας από αυτούς που σε αγάπησαν, θα κρατήσει μέσα του έστω και μια σπίθα από την ανθρώπινη ζεστασιά που τόσο απλόχερα μας χάρισες. Θα τη μεταγγίσει στα παιδιά του κι αυτά με τη σειρά τους στα δικά τους παιδιά…