Με ρώτησαν αν δεν φοβήθηκα που την περασμένη Δευτέρα πήραμε το ρίσκο να μιλήσουμε για το ζήτημα της διακίνησης και δημόσιας χρήσης ναρκωτικών, μέσα στην καρδιά του προβλήματος, στη Νομική Σχολή της Αθήνας.
Από την πρώτη στιγμή που το συναποφασίσαμε με την κοσμητεία της σχολής, θεώρησα αδιανόητο να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για εάν μπορεί ή όχι, ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα, να συζητηθεί στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Θα αποτελούσε ήττα και για εμένα, που φοίτησα και δίδαξα στη Νομική Σχολή, αλλά και για όλους όσοι υπερασπιζόμαστε τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, να διστάσουμε, έστω και για μια στιγμή, να συζητήσουμε με το διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές, ανοιχτά και ελεύθερα, για ένα πρόβλημα που δεν προσβάλλει μόνο τη συγκεκριμένη σχολή και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο αλλά σύσσωμη την εκπαίδευση και την πόλη. Αν θεωρούσαμε τόλμημα να πάει η δημοτική αρχή να συζητήσει με την πανεπιστημιακή κοινότητα στον χώρο του Πανεπιστημίου, θα ήταν σαν να παραδεχόμασταν ότι το πανεπιστημιακό άσυλο, ως άσυλο ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, έχει de facto καταλυθεί. Σαν να παραδεχόμασταν ότι η ιστορική σχολή, που τέτοιες ημέρες το 1973 άνοιξε τον δρόμο για την πτώση της Χούντας, έχει παραδοθεί στο σκοτάδι.
Η διακίνηση και η δημόσια χρήση ναρκωτικών ουσιών, και κυρίως ο θάνατος εν μέση οδώ, δεν αφορά μόνο τους δρόμους γύρω από τη Νομική και τον πεζόδρομο της Μασσαλίας. Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πληγή της Αθήνας, ίσως μία από τις μεγαλύτερες, για τις οποίες μιλάμε ήδη από το 2014. Ως δημοτική αρχή ουδέποτε αρκεστήκαμε σε διαπιστώσεις και εύκολες δραματοποιήσεις. Συζητήσαμε μεθοδικά με τους φορείς, τους ειδικούς και τα Πανεπιστήμια της πρωτεύουσας, αναζητήσαμε τεχνογνωσία από μεγάλες πόλεις, όπως το Παρίσι, το Άμστερνταμ και η Βαρκελώνη και διατυπώσαμε, ήδη από το 2017, μία πολύ τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη πρόταση, για την οποία ενημερώσαμε κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα: Να προχωρήσει και στη χώρα μας η δημιουργία χώρων ιατρικώς εποπτευόμενης χρήσης ουσιών, στους οποίους εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό θα εποπτεύει την ασφαλή χρήση, ενώ κοινωνικοί λειτουργοί θα βοηθούν τους ουσιοεξαρτημένους να ενταχθούν σε πρόγραμμα απεξάρτησης που να ταιριάζει στην περίπτωσή τους. Χωρίς αμφιβολία οι χώροι εποπτευόμενης χρήσης δεν αποτελούν πανάκεια στην τοξικοεξάρτηση. Δεν έχουμε όμως άλλον δρόμο παρά να το δοκιμάσουμε, όπως κάνουν πολλές μεγαλουπόλεις σε όλον τον κόσμο. Κυρίως σε μία χώρα που ποτέ της δεν είχε σοβαρά επεξεργαστεί ούτε πολιτικές πρόληψης των εξαρτήσεων, ούτε πολιτικές θεραπείας των εξαρτημένων.
Κατά σύμπτωση, λίγα 24ωρα πριν από τη δημόσια συζήτηση στη Νομική, η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο για την Υγεία, που μεταξύ πολλών άλλων προβλέπει και τη λειτουργία των χώρων αυτών. Μετά από ένα χρόνο εκκωφαντικής σιωπής στο αίτημά μας και ενώ εν τω μεταξύ έχουν χαθεί κι άλλες ζωές. Ο προβληματισμός μας για νέες καθυστερήσεις είναι βάσιμος. Καθυστερήσεις που εγκυμονεί η ευρεία εξουσιοδότηση που ο νόμος παρέχει στον υπουργό Υγείας για μία σειρά σημαντικών ζητημάτων προκειμένου να λειτουργήσουν οι χώροι αυτοί.
Εν κατακλείδι, η αίθουσα Οικονομίδη της Νομικής τη Δευτέρα ήταν κατάμεστη από φοιτητές και καθηγητές, η κατήφεια και η απογοήτευση ήταν όμως έκδηλη. Μία φοιτήτρια και ένας φοιτητής, από εκείνους που έλαβαν τον λόγο, σκιαγράφησαν με τον τρόπο τους μια ανομολόγητη πραγματικότητα αλλά κατά τη γνώμη μου και την ουσία του προβλήματος. Το σοκ της πρώτης φοράς από την εικόνα ενός ανθρώπου να καταρρέει, με την καθημερινή επανάληψη, όσο σκληρή κι αν είναι, σύντομα μετατρέπεται σε επικίνδυνη εξοικείωση. Εξοικείωση με την εξαθλίωση, τον αυτοεξευτελισμό, την κοινωνική αδιαφορία και τελικά τον θάνατο. Για κάποιους πολίτες, αυτό μπορεί ενδεχομένως να είναι αναπόφευκτο. Για την Πολιτεία όμως, είναι εγκληματικό.