Συνέντευξη του Γιώργου Παπαγκίκα, αρχιτέκτονα, ΥΔ της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ και μέλος της Αντικαπιταλιστικής Ανατροπής στην Αθήνα στον Κυριάκο Νασόπουλο και την εφημερίδα ΠΡΙΝ
Την περασμένη Πέμπτη «άνοιξε» η νέα πλατεία Ομονοίας. Έχεις αρθρογραφήσει σχετικά με τη συγκεκριμένη ανάπλαση. Πόσο επαναλαμβανόμενο μπορεί να αποδειχτεί αυτό το μοντέλο;
Η διαδικασία fast track με εντυπωσιακή παράκαμψη κάθε νομιμότητας, η ανυπαρξία δημοσιοποιημένης μελέτης αλλά και η προβληματική αρχιτεκτονική μορφή, την οποία μοιάζει σχεδόν αδύνατο να υπερασπιστεί οποιοσδήποτε αρχιτέκτονας, φαίνονταν να καθιστούν την περίπτωση της ανάπλασης της Ομόνοιας δύσκολα επαναλήψιμη. Δυστυχώς όμως αυτό μοιάζει να διαψεύδεται από τα νέα project της δημαρχίας Μπακογιάννη, όπου τα προαναφερθέντα προβληματικά σημεία επανέρχονται.
Κατά πόσο το σχέδιο του Κ. Μπακογιάννη για την ανάπλαση της Αθήνας θα ωφελήσει τις πιο υποβαθμισμένες και πυκνοκατοικημένες συνοικίες της πόλης;
Ενδεχομένως ούτε ο Κ. Μπακογιάννης μπορεί να δώσει σαφή απάντηση σε αυτό, καθότι συγκεκριμένες μελέτες φαίνεται ότι απουσιάζουν (χωρικό-πολεοδομικό σχέδιο, Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων). Εντούτοις κάποια πράγματα είναι εμφανή: μια πεζοδρόμηση δεν μειώνει την κίνηση αλλά την εντείνει ή τη μετατοπίζει στις γύρω περιοχές. Άρα έχουμε να κάνουμε με μια παρέμβαση που όχι μόνο επικεντρώνεται στη «βιτρίνα» του κέντρου αγνοώντας τις πιο υποβαθμισμένες, μη τουριστικές γειτονιές, αλλά μπορεί και να τις επιβαρύνει άμεσα.
Βεβαίως, όπως και στην περίπτωση της Ομόνοιας, είναι σαφές ότι πρόκειται για ακόμα ένα έργο που εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο τουριστικοποίησης του κέντρου της πόλης, μετατρέποντάς το αποκλειστικά σε θέαμα-εμπορικό προϊόν και εξοβελίζοντας από αυτό υπόλοιπες χρήσεις και κατοίκους.
Πώς βλέπεις την επίσημη ενθάρρυνση της χρήσης του ΙΧ αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις των πολιτών; Από τη μια οι «πληβείοι» των μέσων μαζικής μεταφοράς και από την άλλη όσοι διαθέτουν ιδιωτικό όχημα;
Αυτή η ταξική διάσταση είναι προφανής και κρίσιμη. Παράλληλα η αυξημένη κίνηση από την χρήση ΙΧ αυτοκινήτου θα καθηλώνει και μέσα μαζικής μεταφοράς (τρόλεϊ, λεωφορεία). Έτσι θα απογειώσει αναπόφευκτα τον συνωστισμό μέσα σε αυτά και θα αυξήσει τον κίνδυνο για όσους δεν έχουν άλλη επιλογή μετακίνησης. Βεβαίως, ο μεγάλος χαμένος θα είναι το ίδιο το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής στην πόλη, με το προαναφερθέν σχέδιο Μπακογιάννη να επιβαρύνει εκ νέου συγκεκριμένες συνοικίες. Ο καθαρός ουρανός που απολαύσαμε την περίοδο του περιορισμού κυκλοφορίας θα γίνει πολύ άμεσα μια μακρινή ανάμνηση.
Ουσιαστική παρέμβαση ενάντια στον συνωστισμό και προς όφελος της δημόσιας υγείας δεν μπορεί παρά να είναι η ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς με περισσότερο προσωπικό, συρμούς και δρομολόγια, και όχι η ακριβώς αντίθετη λογική που εφαρμόζεται τώρα. Σε αυτό βεβαίως μπορούν να προστεθούν και κίνητρα για την ευρύτερη χρήση τους, όπως η κατάργηση του εισιτηρίου. Έτσι θα αφαιρεθούν περισσότερα ΙΧ από τους δρόμους, μειώνοντας την κίνηση και προσφέροντας δυνατότητες για ακόμα πιο συχνά και άρα μη συνωστισμένα δρομολόγια.
Σήμερα οι πιο στοιχειώδεις μορφές συναναστροφής, ιδίως της νεολαίας, στους δημόσιους χώρους βαφτίζονται «συνωστισμός», «ανεύθυνη» ή και υποκινούμενη συμπεριφορά. Πού βρίσκεται εδώ το «φυσιολογικό» και πού το παράλογο;
Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τη σύγκρουση μεταξύ των κατηγοριών του ιδιωτικού-ατομικού και δημόσιου-κοινού-συλλογικού, όπως αυτή εκφράζεται στον αστικό χώρο. Οι τάσεις που επιβουλεύονται τον δημόσιο χαρακτήρα προς όφελος του ιδιωτικού βρίσκουν στα πραγματικά υγειονομικά ζητήματα τη χρυσή ευκαιρία για την επέκταση του δεύτερου εις βάρος του πρώτου. Υπηρετώντας αυτή τη λογική, εντείνεται η απαξίωση του αστικού δημόσιου χώρου, παρουσιάζοντας αυτόν και τη χρήση του ως στοιχεία μιαρότητας και πηγές κινδύνου. Σε αυτά τα πλαίσια, φυσιολογικές αλλά και αναγκαίες πρακτικές της νεολαίας, και όχι μόνο, που τον οικειοποιούνται συλλογικά, βαφτίζονται παράλογες. Πρόκειται για μια αντιστροφή της πραγματικότητας που φαίνεται να καταρρέει εντυπωσιακά με την άρση των περιορισμών κυκλοφορίας. Κάτι που η κυβέρνηση και τα ιδιωτικά συμφέροντα μοιάζουν να μην είναι σε θέση να διαχειριστούν, οδηγούμενοι σε σπασμωδικές κινήσεις ακραίας καταστολής.
Πώς εκδηλώνεται η λεγόμενη «νέα κανονικότητα» στον χώρο της πόλης;
Ο κόσμος φαίνεται να έχει εμπεδώσει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, στο μέτρο του δυνατού. Η προσπάθεια ενοχοποίησής του το προηγούμενο διάστημα δεν φάνηκε να συγκινεί πολλούς, αν και δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανη η εκ νέου έντασή της σε περίπτωση χειροτέρευσης της υγειονομικής κατάστασης. Στο πεδίο της πόλης, τα ιδιωτικά συμφέροντα προετοιμάζονται για μια επίθεση στον δημόσιο χώρο με το βασικό επιχείρημα της «υπεράσπισης της καταρρέουσας οικονομίας», π.χ. μέσω της αύξησης του χώρου των τραπεζοκαθισμάτων. Όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο πιθανώς να μην είναι τόσο εύκολο όσο προηγουμένως.
Πώς μπορεί σήμερα να εκφραστεί η δημοκρατική, λαϊκή οικειοποίηση του δημόσιου χώρου; Υπάρχουν περιθώρια για πρωτοβουλίες από τα κάτω;
Έχω την εντύπωση ότι μια απάντηση κρύβεται στην εμπειρία των τελευταίων ημερών:
Ο κορονοϊός έβαλε τον δημόσιο χώρο στο προσκήνιο. Αρχικά η απαξίωσή του έμοιαζε κυρίαρχη, εντούτοις η άρση των περιορισμών κυκλοφορίας, σε συνδυασμό με τη μη λειτουργία των μονάδων εστίασης και τον καλό καιρό, έφεραν μια νέα συνθήκη με ορμή ανατροπής. Οι κάτοικοι, και μάλιστα εν τη απουσία τουριστών, καταφεύγουν στους ανοιχτούς δημόσιους χώρους και τους χρησιμοποιούν με ένταση πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα.
Έτσι ο δημόσιος χώρος αποκαλύπτεται ως αναγκαίος και ζωτικός, όχι απλό συμπλήρωμα-κενό του ιδιωτικού. Η ιστορική υποτίμησή του στη χώρα μας κάνει αυτή την πραγματικότητα πιο εμφανή και αναδεικνύει την ανάγκη υπεράσπισης και επέκτασής του, και μάλιστα για τους ίδιους υγειονομικούς λόγους που θεωρούνταν επικίνδυνος. Όπως και για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το ζητούμενο είναι η ενίσχυση και διεύρυνση, και όχι η άρνηση και η ακύρωση.
Πέραν από αυτό όμως, ο δημόσιος χώρος αναδεικνύεται ως το θέατρο της συναναστροφής και της συνάντησης, το σημείο εμπέδωσης της πόλης ως συλλογικής διαβίωσης, αυτός που καθιστά τον «κάτοικο ενός τόπου» μια συλλογική ταυτότητα.
Η οργάνωση των ίδιων των χρηστών του από τα κάτω, σε δομές υπεράσπισης αλλά και διεκδίκησής του (λαϊκές συνελεύσεις, τοπικές εργατικές λέσχες κ.λπ.) μπορεί να πατήσει σε αυτή την πραγματικότητα. Έτσι, μέσω των αγώνων τους, δίνεται η δυνατότητα ενίσχυσης του δημόσιου χώρου και λειτουργίας του ως πυροδότη της ουτοπίας του συλλογικού.