Μετά από την ανάπλαση της πλατείας Ομονοίας, όπου εν πολλοίς μεγαλοξενοδόχοι σχεδίασαν ένα σκέτο σιντριβάνι-φόντο για τα ξενοδοχεία τους και έβαλαν τον Κ. Μπακογιάννη να παρακάμψει κάθε νομιμότητα για να το υλοποιήσει, η δημοτική αρχή συνεχίζει να ξεδιπλώνει περήφανη τα σχέδιά της για το κέντρο της πόλης. Αυτά συνεχίζουν να είναι όχι απλά εκτός, αλλά και ενάντια στις πραγματικές ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων και χρηστών της Αθήνας.
Ο πολυδιαφημισμένος «Μεγάλος Περίπατος» είναι πρώτα και κύρια ένα βασικό κομμάτι στο ευρύτερο σχέδιο της έντονης τουριστικοποίησης της Αθήνας και παράδοσης του κέντρου της στο τουριστικό κεφάλαιο.
Τα πάντα για το κέντρο
Βεβαίως μιλάμε για ακόμα ένα έργο βιτρίνας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουσία και ότι γίνεται απλά για το φαίνεσθαι, αντιθέτως η τουριστικοποίηση και η εκδίωξη των κατοίκων είναι σαφείς και ουσιαστικότατοι στόχοι. Πρόκειται όμως και για ακόμα μια μεγαλεπήβολη παρέμβαση αποκλειστικά στοχευμένη στο κέντρο, η οποία μοιάζει να αγνοεί τις πολυάριθμες άλλες γειτονιές της πόλης, λαϊκές περιοχές κατοικίας και χαμηλότερων στρωμάτων, που έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από σχετικές επεμβάσεις και μέριμνα.
Αντιθέτως, μέσω του «Μεγάλου Περιπάτου» οι γύρω περιοχές διατρέχουν τον κίνδυνο της εγκατάλειψης, αλλά κυρίως της κυκλοφοριακής επιβάρυνσης από τα οχήματα για τα οποία το κέντρο γίνεται όλο και λιγότερο προσπελάσιμο. Οι ελλείψεις σε βασικές μελέτες, όπως χωρικό-πολεοδομικό σχέδιο και Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εκτός από την προχειρότητα και την αντιδημοκρατικότητα των διαδικασιών, είναι ενδεικτικές και για την αδιαφορία απέναντι σε τέτοια ζητήματα. Το χάος της Πανεπιστημίου είναι μάρτυρας αυτού. Αντίστοιχη μοίρα μάλλον αντιμετωπίζουν και ζητήματα για την προσβασιμότητα από ΑμεΑ.
Αντί για όλα αυτά δε φαίνεται να υπάρχει έλλειψη στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος. Τα μεγάλα ποσά που διατίθενται δεν ταιριάζουν με τη λογική της προσωρινότητας που επικαλείται ο δήμαρχος για να απαντήσει στην απουσία μελετών, την έλλειψη διαβούλευσης και την αντιαισθητικότητα του έργου. Χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα για ακραία υπερκοστολογημένα στοιχεία αστικού εξοπλισμού -αναρωτιέται κανείς πόσα κατεστραμμένα παγκάκια σε πλατείες και πάρκα θα μπορούσε να αντικαταστήσει ο δήμος με τα 5.700€ για ένα παγκάκι του «περίπατου».
Το «μεγάλο φαγοπότι»
Ο «μεγάλος περίπατος» αποφασίστηκε και υλοποιείται με fast trαck διαδικασίες, παρακάμπτοντας με περισσή αλαζονεία ακόμα και τον νόμο -μια και η Πανεπιστημίου είναι στην αρμοδιότητα της περιφέρειας και όχι του δήμου- χρησιμοποιώντας όλο το οπλοστάσιο που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ για γρήγορες αναθέσεις έργων χωρίς δημοσιεύσεις, διαγωνισμούς κ.λπ. στο όνομα του COVID-19. Έτσι, η σύμβαση για την προμήθεια επιχρισμάτων και υλικών σήμανσης, δηλαδή για να βαφτούν τα σημεία των δρόμων που πεζοδρομήθηκαν, έχει κόστος 880.000€ και η σύμβαση για την προμήθεια αστικού εξοπλισμού και φυτών, δηλαδή για φυτά και ζαρντιέρες, έχει κόστος 1.100.000€. Η δημοτική αρχή έφτασε μάλιστα στο σημείο, να αγοράσει ζαρτινιέρες ύψους 5.700€. Οι επιλογές αυτές είναι γεμάτες κυνισμό, αν υπολογιστεί ότι αυτή την περίοδο χιλιάδες κάτοικοι της πόλης βρίσκονται σε καθεστώς ανεργίας και ανέχειας εξαιτίας μαζικών απολύσεων και ο δήμος δεν έχει προβεί σε κανένα μέτρο ανακούφισης των νοικοκυριών αυτών (καμία μείωση των δυσβάστακτων τελών/καμία ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών κ.λπ.).
Και βρισκόμαστε μόνο στην αρχή. Το κόστος του «μεγάλου περίπατου» στην πιλοτική του εφαρμογή είναι 2.000.000 ευρώ. Μετά την πιλοτική περίοδο η δημοτική αρχή δηλώνει ότι θα αντικαταστήσει τον πιλοτικό εξοπλισμό (ζαρτινιέρες, φυτά κ.λπ.) με νέο μόνιμο και διαφορετικό, πράγμα που σημαίνει νέες απευθείας αναθέσεις, fast track διαδικασίες και συνέχεια στο «μεγάλο φαγοπότι» σε βάρος των κατοίκων της Αθήνας. Ταυτόχρονα, η δημοτική αρχή συμπληρώνει ανερυθρίαστα, ότι οι σημερινές ζαρτινιέρες και η ασχήμια τους θα μεταφερθούν στις γειτονιές!
Τίποτα όρθιο μπροστά στον τουρισμό
Οι χρήσεις που φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή στη συγκεκριμένη περιοχή του κέντρου της Αθήνας και καλύπτουν ευρύτατο πλήθος αναγκών των κατοίκων της πόλης -κατά κύριο λόγο το ποικιλόμορφο μωσαϊκό εμπορικών μονάδων μικρής κλίμακας- τίθενται υπό εξαφάνιση: Στον βαθμό που δεν υπάρχει καμία μέριμνα για προστασία υφιστάμενων χρήσεων, όταν οι δρόμοι σε μια περιοχή πεζοδρομούνται, οι προσκείμενες ιδιοκτησίες θα εξωθηθούν στις οικονομικά αποδοτικότερες λειτουργίες. Και αυτές δεν είναι άλλες από τις συναφείς στον τουρισμό: μαγαζιά εστίασης και τραπεζοκαθίσματα. Παράλληλα, ό,τι απομείνει θα είναι θέμα χρόνου να αναγκαστεί να προσανατολίσει τη λειτουργία του από τον κάτοικο-εργαζόμενο της πόλης στον επισκέπτη-τουρίστα. Η κατάργηση του ορίου των 100 κλινών για τα ξενοδοχεία στην περιοχή του κέντρου, που έχει υποσχεθεί ο υπουργός περιβάλλοντος και ενέργειας με το νέο χωροταξικό νομοσχέδιο, θα έρθει να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία. Το κέντρο της Αθήνας, από ζωντανός χώρος με ιδιαίτερο χαρακτήρα και φορέας συλλογικής μνήμης των κατοίκων, μετατρέπεται σιγά-σιγά σε θέρετρο-θεματικό πάρκο, έναν αποκλειστικά καταναλωτικό χώρο στείρου θεάματος.
Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη: όταν η κατοικία εξοβελίζεται από μια περιοχή, η επιστροφή της είναι κάτι πολύ δύσκολο. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτή συνδέεται με ένα πλήθος άλλων δομών, όπως σχολεία, χώρους άθλησης, συγκεκριμένα είδη εμπορίου κ.λπ., τα οποία, αν εκλείψουν κάπου, δύσκολα επανεμφανίζονται. Κινδυνεύει έτσι το κέντρο, σε περίπτωση τουριστικής φούσκας, να μετατραπεί σε ένα ερημικό πεδίο πλήρους και διαρκούς εγκατάλειψης.
Η φύση του συγκεκριμένου κλάδου καθιστά αυτή την περίπτωση εξαιρετικά επίφοβη. Ο τουρισμός αποτελεί έναν τομέα ο οποίος -πέραν από πεδίο έντονης εργασιακής εκμετάλλευσης- είναι και ο πλέον ευαίσθητος, με τον κίνδυνο κατάρρευσης να εμφανίζεται με την παραμικρή κρίση. Το παράδειγμα της έλευσης του κορονοϊού και των επιπτώσεών της καθιστά την επιμονή σε ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης εξωφρενική. Έτσι, μετά το περιβάλλον και άλλους κλάδους παραγωγής, η πρωτεύουσα ενδέχεται να γίνει άλλο ένα θύμα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού στη χώρα.
Χώρος για λίγους και εκλεκτούς
Βεβαίως ο «Μεγάλος Περίπατος» αποτελεί και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας για «εξευγενισμό», δηλαδή την τεχνητή αύξηση των αξιών γης, με στόχο την εκδίωξη των χαμηλότερων στρωμάτων που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτή.
Σε μια πόλη που μαστίζεται από την έλλειψη ελεύθερων δημόσιων χώρων και μέριμνα για πεζούς και ποδήλατα, αλλά και την έντονη παρουσία οχημάτων, η αποσπασματική και υπέρμετρη πεζοδρόμηση σε μια περιοχή θα καταστήσει τις αξίες γης ασυγκράτητες. Έτσι η ελάχιστη κατοικία που έχει απομείνει, το πλήθος των υπαρχόντων μαγαζατόρων-ενοικιαστών, οι εργαζόμενοι στα μικρά γραφεία, αλλά και η μεγάλη κοινότητα των μεταναστών και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της γειτονιάς στην περιοχή κάτω από την Ομόνοια, απειλούνται άμεσα από εξαφάνιση.
Παράλληλα η απότομη άνοδος των αξιών γης σε μια συγκεκριμένη περιοχή και η εξάλειψη της κατοικίας και άλλων χρήσεων από αυτή, πιθανότατα να οδηγήσει σε παρόμοια φαινόμενα και στις γύρω γειτονιές μέσω της αύξησης της εκεί ζήτησης. Έτσι το κέντρο μπορεί να αποτελέσει τον βασικό κρίκο ενός αλυσιδωτού φαινομένου που να συμπαρασύρει ευρύτερα κομμάτια της πόλης.
Τέρμα στην κοροϊδία
Πέραν από τα παραπάνω, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα επιχειρήματα υπεράσπισης του συγκεκριμένου έργου καταλήγουν έως και σε χυδαίο εμπαιγμό. Είναι εντυπωσιακό το ότι ουσιαστικά δημιουργείται μια ρητορική, που εκμεταλλεύεται τα διαχρονικά, πραγματικά και οξυμένα προβλήματα της πόλης, για να χρησιμοποιηθεί για το χτύπημα θετικών στοιχείων της, όπως η ζωντάνια, η πολυσυλλεκτικότητα, η λειτουργικότητα για τους κατοίκους, η μίξη χρήσεων, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της, κ.α..
Πράγματι, η Αθήνα έχει έντονες ελλείψεις σε χώρους για πεζούς και ποδήλατα καθώς και υπερπληθώρα ΙΧ. Εντούτοις, το εμπορικό τρίγωνο πλέον απέχει πολύ από το να θεωρείται η κορύφωση του προβλήματος. Παράλληλα ενέργειες όπως πεζοδρομήσεις και δημιουργία ποδηλατοδρόμων έχουν νόημα μόνο αν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, ή τουλάχιστον να ικανοποιούν κάποια σοβαρή λειτουργική διαδρομή. Για παράδειγμα, μια σειρά ποδηλατοδρόμων που θα συνέδεαν το κέντρο με γειτονιές κατοικίας θα ήταν πράγματι σημαντική. Αντ' αυτού βλέπουμε να υλοποιείται ένας αποσυνδεδεμένος θύλακας, ένας κύκλος περιπάτου που θα προορίζεται μόνο για τον διαμένοντα στα παρακείμενα ξενοδοχεία.
Οι όποιες προσπάθειες για μείωση της χρήσης του ΙΧ έχουν νόημα μόνο αν συνδέονται με ουσιαστική μέριμνα αντικατάστασής του από ποιοτικά Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Και αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικόλογες υποσχέσεις περισσότερων δρομολογίων. Αντιθέτως θα πρέπει να περιλαμβάνει μια σοβαρή στρατηγική ενίσχυσης με νέους συρμούς και οχήματα, αύξηση συχνότητας τους και καλύτερη συντήρηση, κάτι που βεβαίως θα πρέπει να συνοδεύεται από προσλήψεις εργαζομένων και αξιοπρεπείς όρους εργασίας τους. Τέλος ένα σημαντικό βήμα προς μια τέτοια κατεύθυνση είναι η κατάργηση του εισιτηρίου, αυτού του έμμεσου φόρου που βαραίνει κυρίαρχα εργαζόμενους και λαϊκά στρώματα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται να είναι στα σχέδια της κυβέρνησης ή της δημοτικής αρχής. Αντιθέτως γινόμαστε μάρτυρες έως και ακραίας κοροϊδίας, όπως η Κοινή Υπουργική Απόφαση που απαγόρευσε τη διέλευση οχημάτων από το εμπορικό τρίγωνο για λόγους κορονοϊού, τη στιγμή που η επίσημη κυβερνητική οδηγία για την πανδημία είναι η αποφυγή των ΜΜΜ έναντι των ΙΧ και των δίκυκλων.
Τεράστιες ευθύνες και από τις παράταξεις Ηλιόπουλου (ΣΥΡΙΖΑ) και Γερουλάνου (ΚΙΝΑΛ)
Ο «μεγάλος περίπατος» δεν ψηφίστηκε ομόφωνα. Ψηφίστηκε από την παράταξη του Μπακογιάννη-ΝΔ, του Ηλιόπουλου-ΣΥΡΙΖΑ και του Γερουλάνου-ΚΙΝΑΛ σε ένα fast track δημοτικό συμβούλιο με τηλεδιάσκεψη στις 11/5, ορισμένο το απόγευμα της 9/5. Χωρίς τη θετική ψήφο των δύο αυτών παρατάξεων της αντιπολίτευσης, η δημοτική αρχή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει αυτό το σχέδιο γιατί δεν έχει την πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο. Καταψηφίστηκε με αποχώρηση και καταγγελία από την Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αθήνα/Ανταρσία σε Κυβέρνηση-ΕΕ-Κεφάλαιο, τη Λαϊκή Συσπείρωση και την Ανταρσία στις Γειτονιές της Αθήνας.
Δυο μήνες μετά την ψήφιση, ο «Μεγάλος Περίπατος» της δημαρχίας Μπακογιάννη, έχασε το ένα στήριγμά του. Η Ανοιχτή Πόλη (ΣΥΡΙΖΑ) απέσυρε τη στήριξή της κάτω από το βάρος της πραγματικότητας, της λαϊκής απονομιμοποίησης και των σοβαρότατων ενστάσεων επιστημονικών φορέων. Η κριτική της όμως, γίνεται αποκλειστικά για ζητήματα διαλόγου, διαδικασιών και υπερκοστόλησης στις αναθέσεις των έργων. Δεν αμφισβητούν την ουσία των επιδιώξεων του «Μεγάλου Περίπατου», αντίθετα συναινούν πλήρως σε αυτή.
Αντίθετα, η παράταξη Αθήνα Είσαι Εσύ (ΚΙΝΑΛ) συνεχίζει να τον στηρίζει, έχοντας πάρει κεντρική πολιτική απόφαση συγκυβέρνησης με την παράταξη Μπακογιάννη στον δήμο της Αθήνας. Στην ουσία προσφέρει στη δημοτική αρχή την πολυπόθητη πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο για όλα τα κεντρικά ζητήματα που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα την είχε. Κάθε άλλο επιχείρημα υποστήριξης του «Μεγάλου Περίπατου» (μια νέα λωρίδα στην Πανεπιστημίου κ.λπ.) είναι απλώς «φερεντζές» για να κρυφτεί αυτή η πολιτική επιλογή.
Αγώνας για μια Αθήνα στα χέρια των κατοίκων της
Βλέπουμε λοιπόν, ότι παρότι διαφημίζονται ως αναβάθμιση του χώρου και της ποιότητας της ζωής στην πόλη, τα σχέδια Μπακογιάννη στρέφονται ενάντια στην πλειοψηφία των χρηστών της και λειτουργούν περισσότερο για την εκδίωξή τους. Η πάλη για το μπλοκάρισμα μιας τέτοιας προοπτικής εναπόκειται στους ίδιους τους κατοίκους και τους εργαζόμενους της Αθήνας. Είναι η υπεράσπιση της ίδιας της ύπαρξης τους σε αυτή, της δυνατότητάς τους να ζουν και να εργάζονται αξιοπρεπώς σε έναν φιλόξενο χώρο, συμμετέχοντας στις αποφάσεις που τον αφορούν. Ο αγώνας ενάντια στις στοχεύσεις του «Μεγάλου Περιπάτου» και των ευρύτερων σχεδίων της δημοτικής αρχής, είναι ο αγώνας για το ίδιο το δικαίωμα στην Αθήνα.